παρόμοιος με κάποιον
on (a) par with someone/something
Ερμηνεία:
Του ιδίου επεπέδου, όμοια με, παρόμοιος με κάποιον. Παράδειγμα:
- A single dose of PQQ has been shown to dramatically lower C-reactive protein, a marker for inflammation. It also lowers LDL cholesterol on par with statins, but without any side effects
- Μια μόνον δόση PQQ έχει φανεί ότι κατεβάζει δραματικά την C-αντιδρώαα πρωτεϊνη, που είναι ένας σηματοδότηςτης φλεγμονής. Επίσης κατεβάζει την LDL χοληστερόλη στο ίδιο επίπεδο ή παρόμοια με τις στατίνες, αλλά χωρίς παρενέργειες.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
equal or similar to someone or something
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|